γκρεμνοβόλημα

γκρεμνοβόλημα
και γκρεμοβόλισμα, το
σπρώξιμο προς γκρεμό και πέσιμο από αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γκρεμνοβόλημα < γκρεμνοβολώ και η λ. γκρεμνοβόλισμα < γκρεμνοβολίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”